- Ἠριγόνης
- Ἠριγόνηfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιώρα — Η κούνια, παιδικό παιχνίδι. Αποτελείται από ένα κάθισμα στερεωμένο με δύο παράλληλα σχοινιά, τα οποία δένονται σε μια εγκάρσια δοκό, κλαδί δέντρου κλπ. Η α., μετά από τις κατάλληλες ωθήσεις, παίρνει την κίνηση του εκκρεμούς, απομακρύνεται από το… … Dictionary of Greek
εώρα — ἐώρα, ἡ (Α) 1. δ. γρφ. τού αἰώρα* 2. στον πληθ. αἱ ἑῶραι γιορτή προς τιμήν τής Ηριγόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εώρα αντί αιώρα* με δημώδη μονοφθογγική προφορά τού αιως ε ] … Dictionary of Greek
Αλήτιδες ημέραι — Αθηναϊκή εορτή της Ηριγόνης, της Ηούς ή της Ηριγένειας, κόρης του Ικάριου, που γέννησε από τον Απόλλωνα τον Στάφυλο … Dictionary of Greek